αἰτήσιος

αἰτήσιος
αἴτησις
request
fem gen sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αιτήσιος — αἰτήσιος, ο (Μ) [αἴτησις] αυτός που αιτεί, που ζητάει κάτι …   Dictionary of Greek

  • αίτηση — η (Α αἴτησις) το να ζητά κανείς κάτι, επιδίωξη, απαίτηση, παράκληση νεοελλ. 1. έγγραφη, κυρίως, αναφορά ενός ιδιώτη προς κάποια Αρχή, με την οποία ζητά κάτι 2. το ίδιο το έγγραφο στο οποίο διατυπώνεται η έγγραφη αναφορά (Εκκλ.) τμήμα… …   Dictionary of Greek

  • αετήσιος — και αιτήσιος, α, ο [αετός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αετό ή ο όμοιος με αυτόν («αετήσια νύχια») 2. ο κατασκευασμένος από κόκαλο αετού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”